χρόνια
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | χρόνος | οι | χρόνοι | τα | χρόνια |
γενική | του | χρόνου | των | χρόνων | — | |
αιτιατική | τον | χρόνο | τους | χρόνους | τα | χρόνια |
κλητική | χρόνε | χρόνοι | χρόνια | |||
Δείτε σημειώσεις στο χρόνος. | ||||||
Κατηγορία όπως «βράχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δεύτερος πληθυντικός της λέξης χρόνος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxɾo.ɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρό‐νια
- τονικό παρώνυμο: χρονιά
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χρόνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό , χωρίς γενική
- περίοδος δύο ή περιοσσότερων ετών
- ↪ μέσα σε δύο χρόνια θα έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες
- ιστορική περίοδος
- ↪ στα χρόνια του παππού μου
- η ηλικία
- ↪ προχθές ο Γιώργος έκλεισε τα είκοσι χρόνια του
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- χρόνια και ζαμάνια: έχει περάσει πολύς καιρός
- να 'χα τα χρόνια σου: μακάρι να ήμουν νέος σαν κι εσένα
- χρόνια πολλά: ευχή που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι άνθρωποι σε μια μεγάλη γιορτή ή δίνουν σε κάποιον που έχει την ονομαστική του εορτή ή γενέθλια
- και → δείτε εκφράσεις με τη λέξη χρονιά & με τη λέξη χρόνος