χρόνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά 1
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | χρόνος | οι | χρόνοι | τα | χρόνια |
γενική | του | χρόνου | των | χρόνων | — | |
αιτιατική | τον | χρόνο | τους | χρόνους | τα | χρόνια |
κλητική | χρόνε | χρόνοι | χρόνια | |||
Δείτε σημειώσεις στο χρόνος. | ||||||
Κατηγορία όπως «βράχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ΔΦΑ : /ˈxɾo.ɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρό‐νια
- τονικό παρώνυμο: χρονιά
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χρόνια: δεύτερος πληθυντικός της λέξης χρόνος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χρόνια ουδέτερο στον πληθυντικό , χωρίς γενική
- περίοδος δύο ή περιοσσότερων ετών
- ⮡ Μέσα σε δύο χρόνια θα έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες.
- ιστορική περίοδος
- ⮡ στα χρόνια του παππού μου
- η ηλικία
- ⮡ Προχθές ο Γιώργος έκλεισε τα είκοσι χρόνια του
Εκφράσεις
επεξεργασία
Προφορά 2
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxɾo.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρό‐νι‐α
- τονικό παρώνυμο: χρονία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- χρόνια: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
χρόνια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (χρόνιο) του χρόνιος
Πηγές
επεξεργασία
- χρόνος, χρόνιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας