Δείτε επίσης: Χρόνια, χρονιά, χρονία

Προφορά 1

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
χρόνια: δεύτερος πληθυντικός της λέξης χρόνος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρόνια ουδέτερο στον πληθυντικό , χωρίς γενική

  1. περίοδος δύο ή περιοσσότερων ετών
      Μέσα σε δύο χρόνια θα έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες.
  2. ιστορική περίοδος
      στα χρόνια του παππού μου
  3. η ηλικία
      Προχθές ο Γιώργος έκλεισε τα είκοσι χρόνια του

Εκφράσεις

επεξεργασία

Προφορά 2

επεξεργασία

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
χρόνια < χρόνι(ος) +

Επίρρημα

επεξεργασία

χρόνια

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
χρόνια: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία