χρονιά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρονιά | οι | χρονιές |
γενική | της | χρονιάς | των | χρονιών |
αιτιατική | τη | χρονιά | τις | χρονιές |
κλητική | χρονιά | χρονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χρονιά < χρόν(ος) + -ιά. Διαφορετική η αρχαία ελληνική χρονία [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾoˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρο‐νιά
- τονικό παρώνυμο: χρόνια
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χρονιά θηλυκό
- το έτος
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- τρώω της χρονιάς μου → δείτε την έκφραση: τρώω ξύλο
- και → δείτε εκφράσεις με τη λέξη χρόνια & με τη λέξη χρόνος
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- αρχιχρονιά
- κοψοχρονιά
- Πρωτοχρονιά
- πρωτοχρονιάτικος
- και → δείτε τα σύνθετα στη λέξη χρόνος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χρονιά
→ δείτε τη λέξη έτος |
Επεξεργασία
- ↑ «χρονιά» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.