Δείτε επίσης: χρόνια, χρονία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρονιά οι χρονιές
      γενική της χρονιάς των χρονιών
    αιτιατική τη χρονιά τις χρονιές
     κλητική χρονιά χρονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
χρονιά < χρόν(ος) + -ιά. Διαφορετική η αρχαία ελληνική χρονία [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρονιά θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία