πρωτοχρονιάτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πρωτοχρονιάτικος < Πρωτοχρονιά + -ιάτικος
Επίθετο
επεξεργασία
πρωτοχρονιάτικος
- που αναφέρεται στην Πρωτοχρονιά ή συμβαίνει κατά τη διάρκειά της
- (ουσιαστικοποιημένο) πρωτοχρονιάτικο
Συγγενικά
επεξεργασία- πρωτοχρονιάτικα
- πρωτοχρονιάτικο
- → δείτε τις λέξεις Πρωτοχρονιά, πρώτος και χρόνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρωτοχρονιάτικος
|