Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρωτοχρονιάτικο τα πρωτοχρονιάτικα
      γενική του πρωτοχρονιάτικου των πρωτοχρονιάτικων
    αιτιατική το πρωτοχρονιάτικο τα πρωτοχρονιάτικα
     κλητική πρωτοχρονιάτικο πρωτοχρονιάτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοχρονιάτικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρωτοχρονιάτικος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτοχρονιάτικο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πρωτοχρονιάτικο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πρωτοχρονιάτικος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πρωτοχρονιάτικος