παραμονή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παραμονή | οι | παραμονές |
γενική | της | παραμονής | των | παραμονών |
αιτιατική | την | παραμονή | τις | παραμονές |
κλητική | παραμονή | παραμονές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παραμονή < ελληνιστική κοινή παραμονή < αρχαία ελληνική παραμένω < παρά + μένω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παραμονή θηλυκό
- η διαμονή, η κατοίκηση
- η παραμονή του στο εξωτερικό διάρκεσε ένα μήνα
- η συνέχιση της συμμετοχής σε μια κοινότητα, μια ομάδα, έναν οργανισμό κλπ
- Η παραμονή του προπονητή στην ομάδα τον επόμενο χρόνο θεωρείται απίθανη.
- Το κεντρικό ζήτημα των διαβουλεύσεων ήταν η παραμονή της χώρας στη συμμαχία.
- η μέρα που προηγείται ενός σημαντικού γεγονότος, γιορτής ή επετείου (και παραμονές)
- Με την οικογένειά της συναντιέται συνήθως παραμονή Πρωτοχρονιάς.
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαμονή