Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
séjour séjours

séjour (fr) αρσενικό

  1. η διαμονή, η παραμονή
  2. (κατ' επέκταση) το καθιστικό (σύντμηση του salle de séjour)