Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καθιστικό τα καθιστικά
      γενική του καθιστικού των καθιστικών
    αιτιατική το καθιστικό τα καθιστικά
     κλητική καθιστικό καθιστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθιστικό < από το ουδέτερο του επιθέτου καθιστικός < κάθομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καθιστικό ουδέτερο

  1. το δωμάτιο του σπιτιού όπου τα μέλη της οικογένειας κάθονται μαζί για να ασχοληθούν με μια ευχάριστη κοινή δραστηριότητα ή να χαλαρώσουν και να ξεκουραστούν
  2. (ιχθυολογία) είδος οργανισμού που διαβιεί προσκολλημένο στο βυθό της θάλασσας ή κινείται πολύ αργά πάνω του

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

καθιστικό