καθιστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθιστικό < από το ουδέτερο του επιθέτου καθιστικός < κάθομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαθιστικό ουδέτερο
- το δωμάτιο του σπιτιού όπου τα μέλη της οικογένειας κάθονται μαζί για να ασχοληθούν με μια ευχάριστη κοινή δραστηριότητα ή να χαλαρώσουν και να ξεκουραστούν
- (ιχθυολογία) είδος οργανισμού που διαβιεί προσκολλημένο στο βυθό της θάλασσας ή κινείται πολύ αργά πάνω του
Μεταφράσεις
επεξεργασία καθιστικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαθιστικό
- αιτιατική ενικού του καθιστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του καθιστικός