Ετυμολογία

επεξεργασία

καθιστικά < καθιστικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

καθιστικά

  • κάνοντας κάτι (ζωή, εργασία, διαμαρτυρία κ.λπ) καθιστικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

καθιστικά