Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθιστικά < καθιστικός

  Επίρρημα επεξεργασία

καθιστικά

  • κάνοντας κάτι (ζωή, εργασία, διαμαρτυρία κ.λπ) καθιστικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

καθιστικά