δωμάτιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δωμάτιο | τα | δωμάτια |
γενική | του | δωματίου & δωμάτιου |
των | δωματίων |
αιτιατική | το | δωμάτιο | τα | δωμάτια |
κλητική | δωμάτιο | δωμάτια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δωμάτιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðoˈma.ti.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δω‐μά‐τι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
δωμάτιο ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
- δωματιάκι
- δωματιάρα
- υπνοδωμάτιο
- → δείτε τις λέξεις δώμα και δόμος
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δωμάτιο
επεξεργασία
- ↑ δωμάτιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.