• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

δόμος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : -δόμος

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δόμος οι δόμοι
      γενική του δόμου των δόμων
    αιτιατική τον δόμο τους δόμους
     κλητική δόμε δόμοι
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δόμος < αρχαία ελληνική δόμος < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *dṓm (οίκος, δόμος) < *demh₂- (κτίζω)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðɔ.mɔs/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

δόμος αρσενικό

  • (αρχιτεκτονική) τεχνική στρώση από πέτρες, πλάκες ή πλίνθους στην τοιχοποιία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • αναδόμηση
  • αναδομώ
  • ανωδομή
  • ανωδομία
  • αποδόμηση
  • αποδομητικός
  • αποδομώ
  • οπισθόδομος
  • πρόδομος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    δόμος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δόμος&oldid=4858126"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Οκτωβρίου 2020, στις 06:36

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Οκτωβρίου 2020, στις 06:36.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie