κτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κτίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κτίζω [1] Δείτε και το χτίζω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κτί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασία
κτίζω, αόρ.: έκτισα, παθ.φωνή: κτίζομαι, π.αόρ.: κτίστηκα, μτχ.π.π.: κτισμένος
- λογιότερη μορφή του χτίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χτίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κτίζω | έκτιζα | θα κτίζω | να κτίζω | κτίζοντας | |
β' ενικ. | κτίζεις | έκτιζες | θα κτίζεις | να κτίζεις | κτίζε | |
γ' ενικ. | κτίζει | έκτιζε | θα κτίζει | να κτίζει | ||
α' πληθ. | κτίζουμε | κτίζαμε | θα κτίζουμε | να κτίζουμε | ||
β' πληθ. | κτίζετε | κτίζατε | θα κτίζετε | να κτίζετε | κτίζετε | |
γ' πληθ. | κτίζουν(ε) | έκτιζαν κτίζαν(ε) |
θα κτίζουν(ε) | να κτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έκτισα | θα κτίσω | να κτίσω | κτίσει | ||
β' ενικ. | έκτισες | θα κτίσεις | να κτίσεις | κτίσε | ||
γ' ενικ. | έκτισε | θα κτίσει | να κτίσει | |||
α' πληθ. | κτίσαμε | θα κτίσουμε | να κτίσουμε | |||
β' πληθ. | κτίσατε | θα κτίσετε | να κτίσετε | κτίστε | ||
γ' πληθ. | έκτισαν κτίσαν(ε) |
θα κτίσουν(ε) | να κτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κτίσει | είχα κτίσει | θα έχω κτίσει | να έχω κτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κτίσει | είχες κτίσει | θα έχεις κτίσει | να έχεις κτίσει | έχε κτισμένο | |
γ' ενικ. | έχει κτίσει | είχε κτίσει | θα έχει κτίσει | να έχει κτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κτίσει | είχαμε κτίσει | θα έχουμε κτίσει | να έχουμε κτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κτίσει | είχατε κτίσει | θα έχετε κτίσει | να έχετε κτίσει | έχετε κτισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κτίσει | είχαν κτίσει | θα έχουν κτίσει | να έχουν κτίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κτισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κτισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κτισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κτισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κτίζομαι | κτιζόμουν(α) | θα κτίζομαι | να κτίζομαι | ||
β' ενικ. | κτίζεσαι | κτιζόσουν(α) | θα κτίζεσαι | να κτίζεσαι | ||
γ' ενικ. | κτίζεται | κτιζόταν(ε) | θα κτίζεται | να κτίζεται | ||
α' πληθ. | κτιζόμαστε | κτιζόμαστε κτιζόμασταν |
θα κτιζόμαστε | να κτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | κτίζεστε | κτιζόσαστε κτιζόσασταν |
θα κτίζεστε | να κτίζεστε | (κτίζεστε) | |
γ' πληθ. | κτίζονται | κτίζονταν κτιζόντουσαν |
θα κτίζονται | να κτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κτίστηκα | θα κτιστώ | να κτιστώ | κτιστεί | ||
β' ενικ. | κτίστηκες | θα κτιστείς | να κτιστείς | κτίσου | ||
γ' ενικ. | κτίστηκε | θα κτιστεί | να κτιστεί | |||
α' πληθ. | κτιστήκαμε | θα κτιστούμε | να κτιστούμε | |||
β' πληθ. | κτιστήκατε | θα κτιστείτε | να κτιστείτε | κτιστείτε | ||
γ' πληθ. | κτίστηκαν κτιστήκαν(ε) |
θα κτιστούν(ε) | να κτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κτιστεί | είχα κτιστεί | θα έχω κτιστεί | να έχω κτιστεί | κτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις κτιστεί | είχες κτιστεί | θα έχεις κτιστεί | να έχεις κτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κτιστεί | είχε κτιστεί | θα έχει κτιστεί | να έχει κτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κτιστεί | είχαμε κτιστεί | θα έχουμε κτιστεί | να έχουμε κτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κτιστεί | είχατε κτιστεί | θα έχετε κτιστεί | να έχετε κτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κτιστεί | είχαν κτιστεί | θα έχουν κτιστεί | να έχουν κτιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κτισμένος - είμαστε, είστε, είναι κτισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κτισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κτισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κτισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κτισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κτισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κτισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κτίζω
→ δείτε τη λέξη χτίζω |
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κτίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας