• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κτισμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κτισμένος η κτισμένη το κτισμένο
      γενική του κτισμένου της κτισμένης του κτισμένου
    αιτιατική τον κτισμένο την κτισμένη το κτισμένο
     κλητική κτισμένε κτισμένη κτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κτισμένοι οι κτισμένες τα κτισμένα
      γενική των κτισμένων των κτισμένων των κτισμένων
    αιτιατική τους κτισμένους τις κτισμένες τα κτισμένα
     κλητική κτισμένοι κτισμένες κτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
κτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κτίζω

Μετοχή

επεξεργασία

κτισμένος, -η, -ο

  • χτισμένος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κτισμένος

→ δείτε τη λέξη χτισμένος

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κτισμένος&oldid=5353617"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Δεκεμβρίου 2021, στις 21:41

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Δεκεμβρίου 2021, στις 21:41.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας