Ετυμολογία

επεξεργασία
χτίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χτίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κτίζω με ανομοίωση [kt] > [xt][1] Δείτε και το κτίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈxti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χτί‐ζω

χτίζω, αόρ.: έχτισα, παθ.φωνή: χτίζομαι, π.αόρ.: χτίστηκα, μτχ.π.π.: χτισμένος

  1. (οικοδομική) κατασκευάζω με τούβλα, ξύλα ή άλλα υλικά κάτι (οίκημα, οικοδόμημα)
  2. (μεταφορικά) δημιουργώ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
χτι-, κτι- 

οι τύποι, όπως βρέθηκαν σε λεξικά ή κείμενα:
χτι- ή το λογιότερο -κτι-

σύνθετα με -χτι- ή -κτι-

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία