ασβεστόχτιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασβεστόχτιστος < → δείτε τη λέξη ασβεστόκτιστος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.zveˈsto.xti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σβε‐στό‐χτι‐στος
Επίθετο επεξεργασία
ασβεστόχτιστος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασβεστόχτιστος
→ δείτε τη λέξη ασβεστόκτιστος |
Πηγές επεξεργασία
- ασβεστόχτιστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας