↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασβεστόχτιστος η ασβεστόχτιστη το ασβεστόχτιστο
      γενική του ασβεστόχτιστου της ασβεστόχτιστης του ασβεστόχτιστου
    αιτιατική τον ασβεστόχτιστο την ασβεστόχτιστη το ασβεστόχτιστο
     κλητική ασβεστόχτιστε ασβεστόχτιστη ασβεστόχτιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασβεστόχτιστοι οι ασβεστόχτιστες τα ασβεστόχτιστα
      γενική των ασβεστόχτιστων των ασβεστόχτιστων των ασβεστόχτιστων
    αιτιατική τους ασβεστόχτιστους τις ασβεστόχτιστες τα ασβεστόχτιστα
     κλητική ασβεστόχτιστοι ασβεστόχτιστες ασβεστόχτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασβεστόχτιστος < → δείτε τη λέξη ασβεστόκτιστος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.zveˈsto.xti.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σβε‐στό‐χτι‐στος

  Επίθετο

επεξεργασία

ασβεστόχτιστος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία