Δείτε επίσης: ἀσβεστόκτιστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασβεστόκτιστος η ασβεστόκτιστη το ασβεστόκτιστο
      γενική του ασβεστόκτιστου της ασβεστόκτιστης του ασβεστόκτιστου
    αιτιατική τον ασβεστόκτιστο την ασβεστόκτιστη το ασβεστόκτιστο
     κλητική ασβεστόκτιστε ασβεστόκτιστη ασβεστόκτιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασβεστόκτιστοι οι ασβεστόκτιστες τα ασβεστόκτιστα
      γενική των ασβεστόκτιστων των ασβεστόκτιστων των ασβεστόκτιστων
    αιτιατική τους ασβεστόκτιστους τις ασβεστόκτιστες τα ασβεστόκτιστα
     κλητική ασβεστόκτιστοι ασβεστόκτιστες ασβεστόκτιστα
Και λόγιος τύπος θηλυκού όπως στο αρσενικό
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασβεστόκτιστος < μεσαιωνική ελληνική ἀσβεστόκτιστος. Μορφολογικά αναλύεται σε ασβεστό- + κτιστός.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.zveˈsto.kti.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σβε‐στό‐κτι‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

ασβεστόκτιστος, -η, -ο

  • που είναι φτιαγμένος με ασβέστη
    ※  Το σχόλιο για την «ελληνική διάνοια», ενώ ταιριάζει γάντι στην πολιτική φιλοσοφία -αν είναι γνωστή σε όσους κάνουν τη δουλειά του πολιτικού πολλά χρόνια-, σίγουρα δεν έδωσε πολιτική απάντηση στην ιστορική, αλλά και πρόσφατη ραχοκοκαλιά χειροπιαστών αιτιοτήτων για όλα όσα έγιναν, για όλα όσα δεν έγιναν («αναμνήσεις») και για όλα όσα πρέπει να γίνουν ώστε η Ελλάδα να μην ξανανιώσει ποτέ τόσο… ασβεστόκτιστος χώρα!
    Θανάσης Βασιλείου, Η ασβεστόκτιστος χώρα, Εφημερίδα των Συντακτών, 23 Φεβρουαρίου 2018

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ασβεστόκτιστοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας