Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκτιστος η άκτιστη το άκτιστο
      γενική του άκτιστου της άκτιστης του άκτιστου
    αιτιατική τον άκτιστο την άκτιστη το άκτιστο
     κλητική άκτιστε άκτιστη άκτιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκτιστοι οι άκτιστες τα άκτιστα
      γενική των άκτιστων των άκτιστων των άκτιστων
    αιτιατική τους άκτιστους τις άκτιστες τα άκτιστα
     κλητική άκτιστοι άκτιστες άκτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άκτιστος < (ελληνιστική κοινήἄκτιστος

  Επίθετο επεξεργασία

άκτιστος

  1. άλλη μορφή του άχτιστος
  2. αδημιούργητος

  Μεταφράσεις επεξεργασία