αδημιούργητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδημιούργητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααδημιούργητος, -η, -ο
- που δεν έχει ακόμα δημιουργηθεί
- που δεν έχει ακόμα ένα επάγγελμα, θέση ή αξίωμα που να του προσφέρει ένα σταθερό εισόδημα και κοινωνική αναγνώριση και δεν έχει φτιάξει ακόμα δική του περιουσία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδημιούργητος
|