κτίση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κτίση | οι | κτίσεις |
γενική | της | κτίσης* | των | κτίσεων |
αιτιατική | την | κτίση | τις | κτίσεις |
κλητική | κτίση | κτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κτίση θηλυκό
- δημιουργία
- (θρησκεία) ολόκληρος ο κόσμος, το σύμπαν
Μεταφράσεις επεξεργασία
κτίση
|