κτίστης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κτίστης | οι | κτίστες |
γενική | του | κτίστη | των | κτιστών |
αιτιατική | τον | κτίστη | τους | κτίστες |
κλητική | κτίστη | κτίστες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κτίστης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κτίστης - δείτε και το χτίστης
Ουσιαστικό επεξεργασία
κτίστης αρσενικό
- (λόγιο, επάγγελμα) άλλη μορφή του χτίστης