κτήριο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κτήριο | τα | κτήρια |
γενική | του | κτηρίου | των | κτηρίων |
αιτιατική | το | κτήριο | τα | κτήρια |
κλητική | κτήριο | κτήρια | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κτήριο < μεσαιωνική ελληνική κτήριον [1] / κτίρειον / κτίριον[2] < *οικτήριον < αρχαία ελληνική οἰκητήριον[3] < οἰκέω / οἰκῶ < οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woyḱos / *wéyḱs
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κτήριο ουδέτερο
- το οικοδόμημα
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- το κτίσμα
Επεξεργασία
- κτηριακός / κτιριακός
- κτηριοδομικός / κτιριοδομικός
- κτηριολογία / κτιριολογία
- κτηριολογικός / κτιριολογικός
- → δείτε τις λέξεις οίκος και κτίζω
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- κτήριο στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κτήριο
- ↑ Erich Trapp, Lexikon zur byzantinischen Gräzität, λήμμα κτήριον
- ↑ «κτίριο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.: «παρετυμολογία από το κτίζω»
- ↑ ή < ελληνιστική κοινή εὐκτήριον (οίκος προσευχής), ουδέτερο του εὐκτήριος < αρχαία ελληνική εὐκτός < εὔχομαι < εὐχή· βλ. Erich Trapp, Lexikon zur byzantinischen Gräzität, λήμμα κτήριον