εὐκτήριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ εὐκτήριος | τὸ εὐκτήριον | οἱ, αἱ εὐκτήριοι | τὰ εὐκτήρια |
Γενική | τοῦ, τῆς εὐκτηρίου | τοῦ εὐκτηρίου | τῶν εὐκτηρίων | τῶν εὐκτηρίων |
Δοτική | τῷ, τῇ εὐκτηρίῳ | τῷ εὐκτηρίῳ | τοῖς, ταῖς εὐκτηρίοις | τοῖς εὐκτηρίοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν εὐκτήριον | τὸ εὐκτήριον | τοὺς, τὰς εὐκτηρίους | τὰ εὐκτήρια |
Κλητική | εὐκτήριε | εὐκτήριον | εὐκτήριοι | εὐκτήρια |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | εὐκτηρίω | |||
Γενική-Δοτική | εὐκτηρίοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εὐκτήριος < αρχαία ελληνική εὔχομαι < εὐχή
Επίθετο
επεξεργασίαεὐκτήριος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που έχει σχέση με την προσευχή ή είναι κατάλληλος γι' αυτή, ευκτήριος
- Καὶ ἐκτίσθη αὐτῷ εὐκτήριος οἶκος. (Ιωάννης Μαλάλας (5ος-6ος αι. μ.Χ.), Χρονογραφία, 315, 9)
- (ελληνιστική κοινή) (ουσιαστικοποιημένο) εὐκτήριον: τόπος αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, παρεκκλήσι
Πηγές
επεξεργασία- εὐκτήριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.