↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρεκκλήσι τα παρεκκλήσια
      γενική του παρεκκλησιού των παρεκκλησιών
    αιτιατική το παρεκκλήσι τα παρεκκλήσια
     κλητική παρεκκλήσι παρεκκλήσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
παρεκκλήσι νεκροταφείου

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρεκκλήσι < μεσαιωνική ελληνική παρεκκλήσιον < παρά + ἐκκλησία < καλέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρεκκλήσι ουδέτερο

  • (θρησκεία) μικρή εκκλησία που βρίσκεται συνήθως έξω από τον αστικό ιστό ή εντός αυτού, εξαρτώμενο από μεγαλύτερη εκκλησία ή ανήκει σε ιδιώτη ή κάποιο ίδρυμα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία