καλέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kelh₁- (φωνάζω, καλώ) / *kl̥h₁ (ρίζα καλ-, κατά μετάθεση κλα- και με έκταση κλη-)
Ρήμα
επεξεργασίακαλέω-καλῶ ( & αιολικός τύπος κάλημι)
- καλώ, προσκαλώ, συγκαλώ
- ⮡ καλῶν ἐπὶ δεῖπνον, ἐς ἔρανον, ἐς θοίνην
- ⮡ ὑπὸ σοῦ κεκλημένος (ο καλεσμένος)
- αποκαλώ, ονομάζω
- ⮡ ὥς σφας καλοῦμεν Εὐμενίδας
- ⮡ ὁ καλούμενος: ο λεγόμενος
- είμαι
- ⮡ ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι (είσαι ο γαμπρός μου)
- ⮡ οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι (είμαι η γυναίκα σου)
- απαιτείται, το καλεί μια ανώτατη αρχή, παραδοχή, έθιμο
- ⮡ καλεῖ ἡ τάξις
- ⮡ καιρὸς καλεῖ : το κάλεσμα των καιρών, οι απαιτήσεις της εποχής
- εγκαλώ, καταγγέλλω
- ⮡ καλεῖσθαί τινα π.χ. ὕβρεως (για ύβρι)
- επικαλούμαι
- ⮡ τοὺς θεοὺς καλούμεθα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- αιολικός τύπος : κάλημι
- κικλήσκω με ποιητικό αναδιπλασιασμό
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
καλ-, κλη-
καλ-, κλη-
για θέμα κλη-σ- → δείτε τη λέξη κλῆσις
για θέμα κλη-τ- → δείτε τη λέξη κλητός
με θέμα κλη-
Διαφορετικά τα κλῄζω (< κλέω & < κλείω
Για το κλῆμα δείτε κλάω και πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₂- (σπάω)
με θέμα καλ-
Πηγές
επεξεργασία- καλέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καλέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.