Ετυμολογία

επεξεργασία
καλέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kelh₁- (φωνάζω, καλώ) / *kl̥h₁ (ρίζα καλ-, κατά μετάθεση κλα- και με έκταση κλη-)

καλέω-καλῶ ( & αιολικός τύπος κάλημι)

  1. καλώ, προσκαλώ, συγκαλώ
      καλῶν ἐπὶ δεῖπνον, ἐς ἔρανον, ἐς θοίνην
      ὑπὸ σοῦ κεκλημένος (ο καλεσμένος)
  2. αποκαλώ, ονομάζω
      ὥς σφας καλοῦμεν Εὐμενίδας
      καλούμενος: ο λεγόμενος
  3. είμαι
      ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι (είσαι ο γαμπρός μου)
      οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι (είμαι η γυναίκα σου)
  4. απαιτείται, το καλεί μια ανώτατη αρχή, παραδοχή, έθιμο
      καλεῖ ἡ τάξις
      καιρὸς καλεῖ  : το κάλεσμα των καιρών, οι απαιτήσεις της εποχής
  5. εγκαλώ, καταγγέλλω
      καλεῖσθαί τινα π.χ. ὕβρεως (για ύβρι)
  6. επικαλούμαι
      τοὺς θεοὺς καλούμεθα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
καλ-, κλη- 

για θέμα κλη-σ-  δείτε τη λέξη κλῆσις
για θέμα κλη-τ-  δείτε τη λέξη κλητός
με θέμα κλη-

Διαφορετικά τα κλῄζω (< κλέω & < κλείω
Για το κλῆμα δείτε κλάω και πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₂- (σπάω)

με θέμα καλ-

όπως

σύνθετα του ρήματος