Δείτε επίσης: ἐγκαλῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

εγκαλώ, πρτ.: εγκαλούσα, αόρ.: εκγάλεσα, παθ.φωνή: εγκαλούμαι, π.αόρ.: εγκλήθηκα

  1. (νομικός όρος) ζητώ (με καταγγελία) από αρμόδια αρχή (εισαγγελία, αστυνομία, λιμενικό κ.λπ.) την ποινική δίωξη κάποιου, που έκανε εις βάρος μου αξιόποινη πράξη η οποία δεν διώκεται αυτεπαγγέλτως
  2. (κατ’ επέκταση) κατηγορώ, καταγγέλλω

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις εν και καλώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία