ανεγκλήτως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεγκλήτως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνεγκλήτως < ἀνέγκλητος
Επίρρημα
επεξεργασίαανεγκλήτως
- (νομικός όρος, λόγιο) χωρίς να (είναι δυνατόν να) τον εγκαλέσουμε
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανεγκλήτως
|