καταγγέλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταγγέλλω < αρχαία ελληνική καταγγέλλω < κατά + ἀγγέλλω
Ρήμα
επεξεργασίακαταγγέλλω (παθητική φωνή: καταγγέλλομαι)
- κατηγορώ κάποιον για μία παράνομη πράξη και απευθύνομαι στις διωκτικές αρχές ή γενικώς γνωστοποιώ δημοσίως μία κατηγορία που προσάπτω σε κάποιον
Συγγενικά
επεξεργασία- ακατάγγελτος
- αλληλοκαταγγελίες
- καταγγελία
- καταγγελμένος
- → δείτε τις λέξεις κατά, αγγέλλω και άγγελος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταγγέλλω | κατάγγελλα | θα καταγγέλλω | να καταγγέλλω | καταγγέλλοντας | |
β' ενικ. | καταγγέλλεις | κατάγγελλες | θα καταγγέλλεις | να καταγγέλλεις | κατάγγελλε | |
γ' ενικ. | καταγγέλλει | κατάγγελλε | θα καταγγέλλει | να καταγγέλλει | ||
α' πληθ. | καταγγέλλουμε | καταγγέλλαμε | θα καταγγέλλουμε | να καταγγέλλουμε | ||
β' πληθ. | καταγγέλλετε | καταγγέλλατε | θα καταγγέλλετε | να καταγγέλλετε | καταγγέλλετε | |
γ' πληθ. | καταγγέλλουν(ε) | κατάγγελλαν καταγγέλλαν(ε) |
θα καταγγέλλουν(ε) | να καταγγέλλουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατάγγειλα | θα καταγγείλω | να καταγγείλω | καταγγείλει | ||
β' ενικ. | κατάγγειλες | θα καταγγείλεις | να καταγγείλεις | κατάγγειλε | ||
γ' ενικ. | κατάγγειλε | θα καταγγείλει | να καταγγείλει | |||
α' πληθ. | καταγγείλαμε | θα καταγγείλουμε | να καταγγείλουμε | |||
β' πληθ. | καταγγείλατε | θα καταγγείλετε | να καταγγείλετε | καταγγείλτε | ||
γ' πληθ. | κατάγγειλαν καταγγείλαν(ε) |
θα καταγγείλουν(ε) | να καταγγείλουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταγγείλει | είχα καταγγείλει | θα έχω καταγγείλει | να έχω καταγγείλει | ||
β' ενικ. | έχεις καταγγείλει | είχες καταγγείλει | θα έχεις καταγγείλει | να έχεις καταγγείλει | έχε καταγγελμένο | |
γ' ενικ. | έχει καταγγείλει | είχε καταγγείλει | θα έχει καταγγείλει | να έχει καταγγείλει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταγγείλει | είχαμε καταγγείλει | θα έχουμε καταγγείλει | να έχουμε καταγγείλει | ||
β' πληθ. | έχετε καταγγείλει | είχατε καταγγείλει | θα έχετε καταγγείλει | να έχετε καταγγείλει | έχετε καταγγελμένο | |
γ' πληθ. | έχουν καταγγείλει | είχαν καταγγείλει | θα έχουν καταγγείλει | να έχουν καταγγείλει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καταγγελμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καταγγελμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καταγγελμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καταγγελμένο |