Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσάπτω < αρχαία ελληνική προσάπτω < πρός + ἅπτω

  Ρήμα επεξεργασία

προσάπτω

  1. προσαρμόζω, προσδένω
  2. (μεταφορικά) ρίχνω σε κάποιον τις ευθύνες μιας ενέργειας, λογαριάζω κάτι σε βάρος άλλου

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία