Αγγλικά (en)Επεξεργασία

ενεστώτας apply
γ΄ ενικό ενεστώτα applies
αόριστος applied
παθητική μετοχή applied
ενεργητική μετοχή applying

  ΡήμαΕπεξεργασία

apply (en)

  1. απλώνω
  2. βάζω
  3. χρησιμοποιώ
  4. εφαρμόζω
  5. επιβάλλω
  6. ισχύω
  7. αιτούμαι εγγράφως, κάνω αίτηση, στέλνω αίτηση
  8. ασκώ
    I apply my electoral right/my right to vote.
    Ασκώ το εκλογικό μου δικαίωμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exercise

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία