ενεστώτας apply
γ΄ ενικό ενεστώτα applies
αόριστος applied
παθητική μετοχή applied
ενεργητική μετοχή applying

apply (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αιτούμαι εγγράφως, κάνω αίτηση, στέλνω αίτηση, υποβάλλω ένα επίσημο αίτημα, συνήθως γραπτώς, για κάτι όπως δουλειά, δάνειο, άδεια για κάτι, θέση σε πανεπιστήμιο κτλ.
    ⮡  I am applying for the position of staff manager.
    Κάνω αίτηση για τη θέση προσωπάρχη.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ισχύω, εφαρμόζω, επηρεάζω ή είμαι σχετικός με κάποιον ή κάτι
    ⮡  Does this apply to me too?
    Ισχύει αυτό και για μένα;
    ⮡  The ban still applies to everyone.
    Η απαγόρευση ισχύει ακόμα για όλους.
    ⮡  Does this rule apply to our case?
    Εφαρμόζεται αυτός ο κανόνας στην περίπτωσή μας;
  3. (μεταβατικό) ασκώ, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ κάτι ή κάνω κάτι να λειτουργεί σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    ⮡  I am applying my electoral right/my right to vote.
    Ασκώ το εκλογικό μου δικαίωμα.
    ⮡  I am applying a scientific discovery to industry.
    Εφαρμόζω μια επιστημονική ανακάλυψη στη βιομηχανία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη use
  4. (μεταβατικό) βάζω, απλώνω κάτι σε μια επιφάνεια
    ⮡  I am applying ice to my head.
    Βάζω πάγο στο κεφάλι μου.
  5. (μεταβατικό) αφοσιώνομαι, δουλεύω σε κάτι ή μελετώ κάτι πολύ σκληρά
    ⮡  He wholeheartedly applies himself to his work.
    Αφοσιώνεται ολόψυχα στη δουλειά του.

Συγγενικά

επεξεργασία