apply
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | apply |
γ΄ ενικό ενεστώτα | applies |
αόριστος | applied |
παθητική μετοχή | applied |
ενεργητική μετοχή | applying |
Ρήμα
επεξεργασίαapply (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αιτούμαι εγγράφως, κάνω αίτηση, στέλνω αίτηση, υποβάλλω ένα επίσημο αίτημα, συνήθως γραπτώς, για κάτι όπως δουλειά, δάνειο, άδεια για κάτι, θέση σε πανεπιστήμιο κτλ.
- ⮡ I am applying for the position of staff manager.
- Κάνω αίτηση για τη θέση προσωπάρχη.
- ⮡ I am applying for the position of staff manager.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ισχύω, εφαρμόζω, επηρεάζω ή είμαι σχετικός με κάποιον ή κάτι
- ⮡ Does this apply to me too?
- Ισχύει αυτό και για μένα;
- ⮡ The ban still applies to everyone.
- Η απαγόρευση ισχύει ακόμα για όλους.
- ⮡ Does this rule apply to our case?
- Εφαρμόζεται αυτός ο κανόνας στην περίπτωσή μας;
- ⮡ Does this apply to me too?
- (μεταβατικό) ασκώ, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ κάτι ή κάνω κάτι να λειτουργεί σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- (μεταβατικό) βάζω, απλώνω κάτι σε μια επιφάνεια
- ⮡ I am applying ice to my head.
- Βάζω πάγο στο κεφάλι μου.
- ⮡ I am applying ice to my head.
- (μεταβατικό) αφοσιώνομαι, δουλεύω σε κάτι ή μελετώ κάτι πολύ σκληρά
- ⮡ He wholeheartedly applies himself to his work.
- Αφοσιώνεται ολόψυχα στη δουλειά του.
- ⮡ He wholeheartedly applies himself to his work.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- apply - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153, 348, 391. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, εφαρμόζω, ισχύω