εφαρμόζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εφαρμόζω < αρχαία ελληνική ἐφαρμόζω < ἐπί + ἁρμόζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.faɾˈmo.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαεφαρμόζω (παθητική φωνή: εφαρμόζομαι)
- (αμετάβατο) ταιριάζω στην αναλογία, το σχέδιο ή την μορφή με κάτι άλλο
- η βιβλιοθήκη εφάρμοσε ακριβώς στην εσοχή του τοίχου
- (μεταβατικό) τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, ώστε να εφάπτονται
- πρέπει να εφαρμόσεις προσεκτικά το καπάκι στο στόμιο του δοχείου
- πραγματώνω, υλοποιώ μια θεωρία, ένα συλλογισμό κ.λπ
- από φέτος θα εφαρμόσουμε νέα μέθοδο διδασκαλίας
- (ειδικότερα) χρησιμοποιώ, ασκώ
- ο υπουργός εφάρμοσε ισχυρές πιέσεις στο ευρωπαϊκό συμβούλιο
Συγγενικά
επεξεργασία- ανεφάρμοστος
- δυσεφάρμοστος
- εφαρμογή
- εφαρμόσιμος
- εφαρμοσμένος
- εφαρμοστέος
- εφαρμοστήριο
- εφαρμοστής
- εφαρμοστικός
- εφαρμοστός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εφαρμόζω | εφάρμοζα | θα εφαρμόζω | να εφαρμόζω | εφαρμόζοντας | |
β' ενικ. | εφαρμόζεις | εφάρμοζες | θα εφαρμόζεις | να εφαρμόζεις | εφάρμοζε | |
γ' ενικ. | εφαρμόζει | εφάρμοζε | θα εφαρμόζει | να εφαρμόζει | ||
α' πληθ. | εφαρμόζουμε | εφαρμόζαμε | θα εφαρμόζουμε | να εφαρμόζουμε | ||
β' πληθ. | εφαρμόζετε | εφαρμόζατε | θα εφαρμόζετε | να εφαρμόζετε | εφαρμόζετε | |
γ' πληθ. | εφαρμόζουν(ε) | εφάρμοζαν εφαρμόζαν(ε) |
θα εφαρμόζουν(ε) | να εφαρμόζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εφάρμοσα | θα εφαρμόσω | να εφαρμόσω | εφαρμόσει | ||
β' ενικ. | εφάρμοσες | θα εφαρμόσεις | να εφαρμόσεις | εφάρμοσε | ||
γ' ενικ. | εφάρμοσε | θα εφαρμόσει | να εφαρμόσει | |||
α' πληθ. | εφαρμόσαμε | θα εφαρμόσουμε | να εφαρμόσουμε | |||
β' πληθ. | εφαρμόσατε | θα εφαρμόσετε | να εφαρμόσετε | εφαρμόστε | ||
γ' πληθ. | εφάρμοσαν εφαρμόσαν(ε) |
θα εφαρμόσουν(ε) | να εφαρμόσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εφαρμόσει | είχα εφαρμόσει | θα έχω εφαρμόσει | να έχω εφαρμόσει | ||
β' ενικ. | έχεις εφαρμόσει | είχες εφαρμόσει | θα έχεις εφαρμόσει | να έχεις εφαρμόσει | έχε εφαρμοσμένο | |
γ' ενικ. | έχει εφαρμόσει | είχε εφαρμόσει | θα έχει εφαρμόσει | να έχει εφαρμόσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εφαρμόσει | είχαμε εφαρμόσει | θα έχουμε εφαρμόσει | να έχουμε εφαρμόσει | ||
β' πληθ. | έχετε εφαρμόσει | είχατε εφαρμόσει | θα έχετε εφαρμόσει | να έχετε εφαρμόσει | έχετε εφαρμοσμένο | |
γ' πληθ. | έχουν εφαρμόσει | είχαν εφαρμόσει | θα έχουν εφαρμόσει | να έχουν εφαρμόσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εφαρμοσμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εφαρμοσμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εφαρμοσμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εφαρμοσμένο |