Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφαρμόσιμος η εφαρμόσιμη το εφαρμόσιμο
      γενική του εφαρμόσιμου της εφαρμόσιμης του εφαρμόσιμου
    αιτιατική τον εφαρμόσιμο την εφαρμόσιμη το εφαρμόσιμο
     κλητική εφαρμόσιμε εφαρμόσιμη εφαρμόσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφαρμόσιμοι οι εφαρμόσιμες τα εφαρμόσιμα
      γενική των εφαρμόσιμων των εφαρμόσιμων των εφαρμόσιμων
    αιτιατική τους εφαρμόσιμους τις εφαρμόσιμες τα εφαρμόσιμα
     κλητική εφαρμόσιμοι εφαρμόσιμες εφαρμόσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφαρμόσιμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

εφαρμόσιμος

  • που μπορεί να εφαρμοστεί
    οι γενικοί κανόνες δεν είναι πάντα εφαρμόσιμοι σε κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία