Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈæplɪkəbəl/ & /əˈplɪkəbəl/
  (ΗΠΑ)

  Επίθετο

επεξεργασία

applicable (en)

  1. σχετικός, κατάλληλος
  2. ευκολοεφάρμοστος



      ενικός         πληθυντικός  
applicable applicables

  Επίθετο

επεξεργασία

applicable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία