πρακτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πρακτικός < αρχαία ελληνική πρακτικός < πράττω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pratique)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾa.ktiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασία
πρακτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το πράξη, την εφαρμογή, αναφέρεται, είναι κατάλληλος ή αποσκοπεί σ’ αυτή
- που απέκτησε τις γνώσεις και τις επαγγελματικές δεξιότητες εκ πείρας κι όχι σε πανεπιστήμιο, σεμινάριο κ.λπ.
- που βοηθάει, δίνει λύσεις, διευκολύνει, είναι κατάλληλος για κάτι
- (ουσιαστικοποιημένο) πρακτική
- (ουσιαστικοποιημένο) πρακτικό
Συγγενικά
επεξεργασία- πρακτικά
- πρακτικό
- πρακτικότητα
- πρακτικώς
- → δείτε τη λέξη πράττω