↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειροπρακτικός η χειροπρακτική το χειροπρακτικό
      γενική του χειροπρακτικού της χειροπρακτικής του χειροπρακτικού
    αιτιατική τον χειροπρακτικό τη χειροπρακτική το χειροπρακτικό
     κλητική χειροπρακτικέ χειροπρακτική χειροπρακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειροπρακτικοί οι χειροπρακτικές τα χειροπρακτικά
      γενική των χειροπρακτικών των χειροπρακτικών των χειροπρακτικών
    αιτιατική τους χειροπρακτικούς τις χειροπρακτικές τα χειροπρακτικά
     κλητική χειροπρακτικοί χειροπρακτικές χειροπρακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειροπρακτικός < χειροπράκτης + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

χειροπρακτικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη χειροπρακτική ή τον χειροπράκτη ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) χειροπρακτική

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η χειροπρακτικός οι χειροπρακτικοί
      γενική του/της χειροπρακτικού των χειροπρακτικών
    αιτιατική τον/τη χειροπρακτικό τους/τις χειροπρακτικούς
     κλητική χειροπρακτικέ χειροπρακτικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειροπρακτικός < χειροπράκτης + -ικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χειροπρακτικός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία