χειροπρακτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χειροπρακτικός < χειροπράκτης + -ικός
Επίθετο
επεξεργασία
χειροπρακτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη χειροπρακτική ή τον χειροπράκτη ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) χειροπρακτική
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις χειροπράκτης, χέρι και πράττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χειροπρακτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χειροπρακτικός < χειροπράκτης + -ικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χειροπρακτικός αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις χειροπράκτης, χέρι και πράττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χειροπρακτικός
|