χειροπράκτις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χειροπράκτις | οι | χειροπράκτιδες |
γενική | της | χειροπράκτιδος (χειροπράκτιδας) |
των | χειροπρακτίδων (χειροπράκτιδων) |
αιτιατική | τη | χειροπράκτιδα | τις | χειροπράκτιδες |
κλητική | χειροπράκτι (χειροπράκτις) | χειροπράκτιδες | ||
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χειροπράκτις < χειροπράκτης + -ις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειροπράκτις θηλυκό
- θηλυκό του χειροπράκτης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χειροπράκτις
|