Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εισπρακτικός η εισπρακτική το εισπρακτικό
      γενική του εισπρακτικού της εισπρακτικής του εισπρακτικού
    αιτιατική τον εισπρακτικό την εισπρακτική το εισπρακτικό
     κλητική εισπρακτικέ εισπρακτική εισπρακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εισπρακτικοί οι εισπρακτικές τα εισπρακτικά
      γενική των εισπρακτικών των εισπρακτικών των εισπρακτικών
    αιτιατική τους εισπρακτικούς τις εισπρακτικές τα εισπρακτικά
     κλητική εισπρακτικοί εισπρακτικές εισπρακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εισπρακτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

εισπρακτικός, -η, -ο

  • που έχει σχέση με την είσπραξη χρημάτων
    εισπρακτικός κώδικας, εισπρακτικός μηχανισμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία