εισπρακτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εισπρακτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
εισπρακτικός, -η, -ο
- που έχει σχέση με την είσπραξη χρημάτων
- εισπρακτικός κώδικας, εισπρακτικός μηχανισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
εισπρακτικός
|