είσπραξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | είσπραξη | οι | εισπράξεις |
γενική | της | είσπραξης* | των | εισπράξεων |
αιτιατική | την | είσπραξη | τις | εισπράξεις |
κλητική | είσπραξη | εισπράξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εισπράξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- είσπραξη < αρχαία ελληνική εἴσπραξις < εἰσπράττω < εἰς + πράττω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική perception)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈi.spɾa.ksi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαείσπραξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εισπράττω καθώς και τα χρήματα που κάποιος εισπράττει