collection
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
collection | collections |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kəˈlɛk.ʃən/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcollection (en)
- η συλλογή, ένα σύνολο ομοειδών αντικειμένων
- ⮡ My cousin has a large collection of paintings.
- Ο ξάδελφός μου έχει μια μεγάλη συλλογή με πίνακες ζωγραφικής.
- ⮡ The statue collection of the sculptor was wonderful.
- Η συλλογή αγαλμάτων του γλύπτη ήταν υπέροχη.
- ⮡ I learned that you have a large collection of statues.
- Έμαθα πως έχετε μια μεγάλη συλλογή από αγάλματα.
- ⮡ My cousin has a large collection of paintings.
- η συλλογή, μια ομάδα ποιημάτων, ιστοριών ή μουσικών κομματιών που εκδόθηκαν μαζί ως ένα βιβλίο κτλ.
- ⮡ I have published three poetry collections.
- Έχω δημοσιεύσει τρεις ποιητικές συλλογές.
- ⮡ I have published three poetry collections.
- η συλλογή, το μάζεμα (η ενέργεια του collect)
- (πληροφορική) ο αφηρημένος τύπος δεδομένων (abstract data type) που περιέχει συλλογή από δεδομένα διαφόρων τύπων (data types)
- ※ When choosing a collection type, it is useful to understand the properties of that type.
- → λείπει η μετάφραση
- ≈ συνώνυμα: container
- υπώνυμα: associative array, graph, list, set, tree, tuple,
- δείτε επίσης: collection (abstract data type) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ※ When choosing a collection type, it is useful to understand the properties of that type.
Συγγενικά
επεξεργασία- array (συλλογή ομοειδών δεδομένων)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɔ.lɛk.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcollection (fr) θηλυκό
- η συλλογή