collection
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /kəˈlɛk.ʃən/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
collection (en)
- συλλογή (σύνολο ομοειδών αντικειμένων)
- συλλογή, μάζεμα (η ενέργεια του collect)
- (πληροφορική) αφηρημένος τύπος δεδομένων (abstract data type) που περιέχει συλλογή από δεδομένα διαφόρων τύπων (data types)
Επεξεργασία
- array (συλλογή ομοειδών δεδομένων)
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- collection στην αγγλική Βικιπαίδεια
Επεξεργασία
- ↑ (αγγλικά) «Python Collections (Arrays)». Προσπέλαση 2020-03-23
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɔ.lɛk.sjɔ̃/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
collection (fr) θηλυκό
- η συλλογή