Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /kəˈlɛk.ʃən/
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

collection (en)

  1. συλλογή (σύνολο ομοειδών αντικειμένων)
  2. συλλογή, μάζεμα (η ενέργεια του collect)
  3. (πληροφορική) αφηρημένος τύπος δεδομένων (abstract data type) που περιέχει συλλογή από δεδομένα διαφόρων τύπων (data types)
    ※  When choosing a collection type, it is useful to understand the properties of that type.[1]
    λείπει η μετάφραση
     συνώνυμα: container
    υπώνυμα: associative array, graph, list, set, tree, tuple,
    δείτε επίσης: collection (abstract data type) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • array (συλλογή ομοειδών δεδομένων)

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. (αγγλικά) «Python Collections (Arrays)». Προσπέλαση 2020-03-23



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

collection < λατινική collectio

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /kɔ.lɛk.sjɔ̃/
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

collection (fr) θηλυκό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία