ενικός         πληθυντικός  
collection collections

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kəˈlɛk.ʃən/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

collection (en)

  1. η συλλογή, ένα σύνολο ομοειδών αντικειμένων
    ⮡  My cousin has a large collection of paintings.
    Ο ξάδελφός μου έχει μια μεγάλη συλλογή με πίνακες ζωγραφικής.
    ⮡  The statue collection of the sculptor was wonderful.
    Η συλλογή αγαλμάτων του γλύπτη ήταν υπέροχη.
    ⮡  I learned that you have a large collection of statues.
    Έμαθα πως έχετε μια μεγάλη συλλογή από αγάλματα.
  2. η συλλογή, μια ομάδα ποιημάτων, ιστοριών ή μουσικών κομματιών που εκδόθηκαν μαζί ως ένα βιβλίο κτλ.
    ⮡  I have published three poetry collections.
    Έχω δημοσιεύσει τρεις ποιητικές συλλογές.
  3. η συλλογή, το μάζεμα (η ενέργεια του collect)
  4. (πληροφορική) ο αφηρημένος τύπος δεδομένων (abstract data type) που περιέχει συλλογή από δεδομένα διαφόρων τύπων (data types)
    ※  When choosing a collection type, it is useful to understand the properties of that type.
    λείπει η μετάφραση
     συνώνυμα: container
    υπώνυμα: associative array, graph, list, set, tree, tuple,
    δείτε επίσης: collection (abstract data type) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

επεξεργασία
  • array (συλλογή ομοειδών δεδομένων)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
collection < λατινική collectio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ.lɛk.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

collection (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία