graph
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
graph | graphs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαgraph (en)
- το διάγραμμα, το γράφημα, ο γράφος, η γραφική παράσταση, η οπτική απεικόνιση κάποιων δεδομένων
- ⮡ historical/statistical graph - ιστορικό/στατιστικό διάγραμμα/γράφημα
- ⮡ Fluctuations in the price of the drachma are plotted on the graph with a curve.
- Οι αυξομειώσεις της τιμής της δραχμής παριστάνονται στο διάγραμμα με καμπύλη.
- ⮡ A graph helps us to represent our data in a visual way.
- Ένα γράφημα μας βοηθάει να αναπαραστήσουμε τα δεδομένα μας με οπτικό τρόπο.
- ⮡ graphs of mathematical calculations - μαθηματικοί υπολογισμοί επί των γράφων
- ⮡ graph theory - θεωρία των γράφων
- ⮡ The graph of a3 is…
- Η γραφική παράσταση του α3 είναι...
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη chart