γράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γράφος | οι | γράφοι |
γενική | του | γράφου | των | γράφων |
αιτιατική | τον | γράφο | τους | γράφους |
κλητική | γράφε | γράφοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γράφος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρά‐φος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γράφος αρσενικό
- (μαθηματικά, πληροφορική) δομή όπου ένα σύνολο αντικειμένων είναι με κάποιον τρόπο ανά ζεύγη συσχετισμένα. Τα αντικείμενα ονομάζονται κόμβοι και οι συσχετίσεις μεταξύ τους ακμές
Συνώνυμα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γράφος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- γράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ουδέτερο
Πηγές επεξεργασία
- γράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.