ακμή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακμή | οι | ακμές |
γενική | της | ακμής | των | ακμών |
αιτιατική | την | ακμή | τις | ακμές |
κλητική | ακμή | ακμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακμή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκμή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eḱ- (κοφτερός)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /akˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ακ‐μή
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐κμή
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακμή θηλυκό
- η περίοδος κατά την οποία ακμάζει (φτάνει στο ανώτερο και ακραίο σημείο της ανάπτυξής του) ένας πολιτισμός, ένας τομέας της ανθρώπινης δραστηριότητας ή ένα άτομο
- (γεωμετρία, στερεομετρία) το ευθύγραμμο τμήμα που αποτελεί την τομή δύο γειτονικών εδρών ενός στερεού, δηλ. το σημείο στο οποίο τα άκρα της μιας έδρας ενώνονται με τα άκρα της επόμενης
- η άκρη, η κόψη
- ↪επί ξυρού ακμής - στην κόψη του ξυραφιού
- (ιατρική) πάθηση του δέρματος, πιο συνηθισμένη στους εφήβους, η οποία εκδηλώνεται με την εμφάνιση εξανθημάτων στο πρόσωπο (μπιμπίκια)
Συνώνυμα επεξεργασία
- για την ανάπτυξη: κορυφή, ζενίθ
- για την τομή ή το άκρο: κόψη, τομή
- για την πάθηση: σπυράκια εφηβείας, σπιθουράκια
Αντώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κορυφή της ανάπτυξης