αιχμηρός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αιχμηρός | η | αιχμηρή | το | αιχμηρό |
γενική | του | αιχμηρού | της | αιχμηρής | του | αιχμηρού |
αιτιατική | τον | αιχμηρό | την | αιχμηρή | το | αιχμηρό |
κλητική | αιχμηρέ | αιχμηρή | αιχμηρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αιχμηροί | οι | αιχμηρές | τα | αιχμηρά |
γενική | των | αιχμηρών | των | αιχμηρών | των | αιχμηρών |
αιτιατική | τους | αιχμηρούς | τις | αιχμηρές | τα | αιχμηρά |
κλητική | αιχμηροί | αιχμηρές | αιχμηρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.xmiˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐χμη‐ρός
Επίθετο επεξεργασία
αιχμηρός, -ή, -ό
- που είναι μυτερός
- (μεταφορικά)
Μεταφράσεις επεξεργασία
που είναι μυτερός
→ δείτε τη λέξη μυτερός |