↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυτερός η μυτερή το μυτερό
      γενική του μυτερού της μυτερής του μυτερού
    αιτιατική τον μυτερό τη μυτερή το μυτερό
     κλητική μυτερέ μυτερή μυτερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυτεροί οι μυτερές τα μυτερά
      γενική των μυτερών των μυτερών των μυτερών
    αιτιατική τους μυτερούς τις μυτερές τα μυτερά
     κλητική μυτεροί μυτερές μυτερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυτερός < μύτ(η) + -ερός [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.teˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐τε‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

μυτερός, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «μύτη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.