μοντέρνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μοντέρνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική moderno < λατινική modernus < modus (μέτρο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *med-
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
μοντέρνος, -α, -ο
- που έχει τα χαρακτηριστικά του παρόντος, που τείνει προς το σύγχρονο και την καινοτομία και που αποφεύγει την παράδοση
- ※ Η γραφή του Ζ. Εσενόζ , σφύζουσα , μοντέρνα , συχνά καινοτόμος , ασθματική , παραστατική , εντονότατα σαρκαστική και αιχμηρή , αποτελεί την ξεχωριστή αρετή αυτού του μυθιστορήματος (περιοδικό Διαβάζω, Ιούλιος-Αύγουστος 2003, σελ. 62)
- ≈ συνώνυμα: εκσυγχρονισμένος, νεωτεριστικός, σύγχρονος
- ≠ αντώνυμα: αναχρονιστικός, ξεπερασμένος, οπισθοδρομικός, παραδοσιακός, συντηρητικός
- (για ανθρώπους) που έχει σύγχρονες αντιλήψεις και υιοθετεί τις τάσεις της εποχής του
- (ειδικότερα) που παρακολουθεί τη μόδα κι ακολουθεί το ρεύμα του συρμού