↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοντέρνος η μοντέρνα το μοντέρνο
      γενική του μοντέρνου της μοντέρνας του μοντέρνου
    αιτιατική τον μοντέρνο τη μοντέρνα το μοντέρνο
     κλητική μοντέρνε μοντέρνα μοντέρνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοντέρνοι οι μοντέρνες τα μοντέρνα
      γενική των μοντέρνων των μοντέρνων των μοντέρνων
    αιτιατική τους μοντέρνους τις μοντέρνες τα μοντέρνα
     κλητική μοντέρνοι μοντέρνες μοντέρνα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μοντέρνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική moderno < λατινική modernus < modus (μέτρο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *med-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /moˈdeɾ.nos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /moˈdeɾ.na/ θηλυκό
ΔΦΑ : /moˈdeɾ.no/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

μοντέρνος, -α, -ο

  1. που έχει τα χαρακτηριστικά του παρόντος, που τείνει προς το σύγχρονο και την καινοτομία και που αποφεύγει την παράδοση
    ※  Η γραφή του Ζ. Εσενόζ , σφύζουσα , μοντέρνα , συχνά καινοτόμος , ασθματική , παραστατική , εντονότατα σαρκαστική και αιχμηρή , αποτελεί την ξεχωριστή αρετή αυτού του μυθιστορήματος (περιοδικό Διαβάζω, Ιούλιος-Αύγουστος 2003, σελ. 62)
     συνώνυμα: εκσυγχρονισμένος, νεωτεριστικός, σύγχρονος
     αντώνυμα: αναχρονιστικός, ξεπερασμένος, οπισθοδρομικός, παραδοσιακός, συντηρητικός
  2. (για ανθρώπους) που έχει σύγχρονες αντιλήψεις και υιοθετεί τις τάσεις της εποχής του
  3. (ειδικότερα) που παρακολουθεί τη μόδα κι ακολουθεί το ρεύμα του συρμού
     αντώνυμα: ντεμοντέ, παλιομοδίτικος

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία