πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοντερνισμός οι μοντερνισμοί
      γενική του μοντερνισμού των μοντερνισμών
    αιτιατική τον μοντερνισμό τους μοντερνισμούς
     κλητική μοντερνισμέ μοντερνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοντερνισμός αρσενικό

  1. η ιδιότητα του μοντέρνου
  2. η τάση να είναι κάποιος μοντέρνος
  3. η τάση απόκτησης νεωτεριστικών αντιλήψεων και αποδοχής νεωτερικών τρόπων, ρευμάτων κ.λπ.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία