↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συντηρητισμός οι συντηρητισμοί
      γενική του συντηρητισμού των συντηρητισμών
    αιτιατική τον συντηρητισμό τους συντηρητισμούς
     κλητική συντηρητισμέ συντηρητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συντηρητισμός < συντηρητ(ικός) + -ισμός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική conservatisme[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sin.di.ɾi.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ντη‐ρη‐τι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συντηρητισμός αρσενικό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία