Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προοδευτισμός οι προοδευτισμοί
      γενική του προοδευτισμού των προοδευτισμών
    αιτιατική τον προοδευτισμό τους προοδευτισμούς
     κλητική προοδευτισμέ προοδευτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προοδευτισμός < προοδευτικός + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προοδευτισμός αρσενικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία