προοδευτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προοδευτισμός < προοδευτικός + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
προοδευτισμός αρσενικό
- (πολιτική) πολιτική ιδεολογική τάση που υποστηρίζει νέα μορφώματα στην πολιτική και κοινωνική οργάνωση, σε αντιδιαστολή με το συντηρητισμό
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προοδευτισμός