προοδευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προοδευτικός < προοδεύω
Επίθετο
επεξεργασίαπροοδευτικός
- που υποστηρίζει την πρόοδο
- που αυξάνεται ή μειώνεται με μικρά βήματα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προοδευτικός
|