Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -ισμός οι -ισμοί
      γενική του -ισμού των -ισμών
    αιτιατική τον -ισμό τους -ισμούς
     κλητική -ισμέ -ισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -ισμός < αρχαία ελληνική -μός + συνοπτικό θέμα -ισ- ρημάτων σε -ίζω
για σύγχρονους όρους < άμεσο δάνειο από τη γαλλική -isme ή την (άμεσο δάνειο) αγγλική -ism ή τη (άμεσο δάνειο) νεολατινική -ismus[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ι‐σμός

  Επίθημα επεξεργασία

-ισμός αρσενικό

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ισμός

  Επίθημα επεξεργασία

-ισμός

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ισμός < αρχαία ελληνική -μός + συνοπτικό θέμα -ισ- ρημάτων σε -ίζω σε επέκταση (με επανανάλυση) για παράγωγα από νεολογικά ελληνιστικά ουσιαστικά

  Επίθημα επεξεργασία

-ισμός αρσενικό

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία