Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηλεκτρομαγνητισμός οι ηλεκτρομαγνητισμοί
      γενική του ηλεκτρομαγνητισμού των ηλεκτρομαγνητισμών
    αιτιατική τον ηλεκτρομαγνητισμό τους ηλεκτρομαγνητισμούς
     κλητική ηλεκτρομαγνητισμέ ηλεκτρομαγνητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλεκτρομαγνητισμός < ηλεκτρο- + μαγνητισμός, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική electromagnetism[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηλεκτρομαγνητισμός αρσενικό

  • (φυσική) κλάδος της φυσικής που εξετάζει τη σχέση ηλεκτρικών πεδίων, μαγνητικών πεδίων, ηλεκτρικού ρεύματος και κινούμενων ηλεκτρικών φορτίων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία