↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαγνητικός η μαγνητική το μαγνητικό
      γενική του μαγνητικού της μαγνητικής του μαγνητικού
    αιτιατική τον μαγνητικό τη μαγνητική το μαγνητικό
     κλητική μαγνητικέ μαγνητική μαγνητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαγνητικοί οι μαγνητικές τα μαγνητικά
      γενική των μαγνητικών των μαγνητικών των μαγνητικών
    αιτιατική τους μαγνητικούς τις μαγνητικές τα μαγνητικά
     κλητική μαγνητικοί μαγνητικές μαγνητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαγνητικός < μαγνήτ(ης) + -ικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική magnétique < αρχαία ελληνική μαγνήτης[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.ɣni.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐γνη‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

μαγνητικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στους μαγνήτες και τον μαγνητισμό
    ⮡  οι μαγνητικές ιδιότητες του σιδήρου
    ⮡  το μαγνητικό πεδίο και οι μαγνητικοί πόλοι της γης
  2. που λειτουργεί χρησιμοποιώντας μαγνήτες
    ⮡  μαγνητικός τομογράφος
  3. (μεταφορικά) που προσελκύει, τραβάει γοητεύοντας
    ⮡  η μουσική αυτή σύνθεση ασκεί μαγνητική επιρροή στον ακροατή

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία